- ἔνθεσμος
- ἔνθεσμοςlawfulmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ένθεσμος — η, ο (AM ἔνθεσμος, ον) [εντίθημι] μσν. ο αναγνωρισμένος από τους θεσμούς αρχ. 1. ο κατά τους θεσμούς, έννομος, νόμιμος 2. έγκυρος, που ισχύει κατά τον νόμο, αναγνωρισμένος 3. αυτός που επιτρέπεται 4. (για πρόσ.) αυτός που δρα δίκαια, ο δίκαιος.… … Dictionary of Greek
ἐνθέσμως — ἔνθεσμος lawful adverbial ἔνθεσμος lawful masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔνθεσμον — ἔνθεσμος lawful masc/fem acc sg ἔνθεσμος lawful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθεσμότατος — ἔνθεσμος lawful masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθέσμοις — ἔνθεσμος lawful masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθέσμου — ἔνθεσμος lawful masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθέσμους — ἔνθεσμος lawful masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθέσμων — ἔνθεσμος lawful masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθέσμῳ — ἔνθεσμος lawful masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔνθεσμα — ἔνθεσμος lawful neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)